- πολύλοφος
- Μικρός ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 180 μ.), στην πρώην επαρχία Μεσσήνης, του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται BΔ της Μεσσήνης.
* * *-η, -ο, Ν(για τόπο) αυτός που έχει πολλούς λόφους.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + λόφος (πρβλ. επτά-λοφος). Η λ. μαρτυρείται από το 1808 στον Κυριακό Καπετανάκη].
Dictionary of Greek. 2013.